-
1 ἐπι-κύπτω
ἐπι-κύπτω, sich worauf bücken, Ar. Th. 239; τῶν ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους Xen. Cyr. 2, 3, 18; οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρϑός ἐστι Anaxandr. bei Ath. III, 106 a; ἐς βιβλίον ἐπικεκυφώς, auf das Buch gebückt, genau darauf hinsehend, Luc. Hermot. 2; οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, auf vier Sklaven gestützt, D. Mort. 6, 2.
См. также в других словарях:
επικύπτω — (AM ἐπικύπτω) [κύπτω] 1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.) 2. σκύβω για να κάνω κάτι μσν. υποκύπτω αρχ. 1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.) 2.… … Dictionary of Greek